- πολιτικοῖς
- πολῑτικοῖς , πολιτικόςofmasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
La Politique (Aristote) — Politique (Aristote) Pour les articles homonymes, voir Politique (homonymie). La Politique, ou Les Politiques (grec ancien : πολιτεία ou bien comme le dit Aristote en Rhétorique, I, 8, 1366a : ἐν τοῖς πολιτικοῖς = « les (traités)… … Wikipédia en Français
Politique (Aristote) — Pour les articles homonymes, voir Politique (homonymie). Extrait du début du livre I des Politiques d Aristote La Politique ou les Politiques (en … Wikipédia en Français
болѧринъ — БОЛѦРИН|Ъ (157), А с. То же, что бо˫аринъ: болѩриноу ||=съмѣрѩи главоу свою. (μεγιστᾶνι) Изб 1076, 80 об. 81; бѣ прьвыи оу кн˫азѩ въ бол˫арѣхъ имьньмь. iѡа(н). ЖФП XII, 33в; не рьци ми ˫ако бол˫аринъ ѥсмь ли посадьникъ. азъ волости не вѣдѣли.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επιταλαιπωρώ — ἐπιταλαιπωρῶ, έω (Α) 1. υποφέρω επί πλέον, υφίσταμαι κι άλλες ταλαιπωρίες («περὶ δὲ τῶν ἔπειτα μελλόντων τοῑς παροῡσι βοηθοῡντας χρὴ ἐπιταλαιπωρεῑν», Θουκ.) 2. κοπιάζω για κάτι («πρὸς πολιτικοῑς ἐπιταλαιπωροῡντας», Πλάτ.) 3. εργάζομαι επί πλέον,… … Dictionary of Greek
συμπεριφέρω — ΝΑ [περιφέρω, ομαι] περιφέρω κάτι μαζί μου ή μαζί με κάτι άλλο ή μαζί με άλλους νεοελλ. μέσ. συμπεριφέρομαι α) φέρομαι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δείχνω αυτήν ή την άλλη διαγωγή («δεν συμπεριφέρθηκε όπως έπρεπε») β) έχω καλούς τρόπους («μάθε να … Dictionary of Greek
σύσσιτος — η, ο / σύσσιτος, ον, ΝΑ, και αττ. τ. ξύσσιτος, ον, Α αυτός που συντρώγει με κάποιον, ομοτράπεζος («καὶ τὸ χρῆσθαι συσσίτοις καὶ συνημερευταῑς ξενικοῑς μᾱλλον ἤ πολιτικοῑς τυραννικόν», Αριστοτ.) αρχ. μέλος τού κοινού δειπνητηρίου στο Μουσείο τής… … Dictionary of Greek